ἀπομάξῃ

ἀπομάξῃ
ἀπομάξηι , ἀπόμαξις
wiping off
fem dat sg (epic)
ἀπομάσσω
wipe off
aor subj mid 2nd sg
ἀπομάσσω
wipe off
aor subj act 3rd sg
ἀπομάσσω
wipe off
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱πομάξῃ , ἀπομάσσω
wipe off
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱πομάξῃ , ἀπομάσσω
wipe off
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀπομάσσω
wipe off
aor subj mid 2nd sg
ἀπομάσσω
wipe off
aor subj act 3rd sg
ἀπομάσσω
wipe off
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαγμός — μαγμός, ὁ (Α) 1. απόμαξη, καθάρισμα, σφούγγισμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ καθάρσιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ (πρβλ. ἐ μάγ ην, παθ. αόρ. τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

  • σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”